Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ακροβολίζω [akrovolízo] mi ακροβολίζομαι, ppp ακροβολισμένος
- ① shoot probingly but irregularly from afar at opposing troops, skirmish (syn αψιμαχώ):
- τρυπώνοντας σερπετά ανάμεσά τους οι μοτοσυκλετιστές, ακροβολίζονταν πίσω από δέντρα, θάμνους ... και πολυβολούσαν τις ελληνικές γραμμές (Terzakis)
- ② fig exchange eristic words, skirmish (syn διαπληκτίζομαι με λόγια, συζητώ εριστικά):
- λέω ας αρχίσω πρώτας ακροβολίζοντας στις εφημερίδες (Kazantz in Prevelakis O ποιητής 322)
[fr MG ακροβολίζω (also Hesychius, Anth. P.) ← AG ἀκροβολίζομαι]
- ① shoot probingly but irregularly from afar at opposing troops, skirmish (syn αψιμαχώ):



