Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακροβάτης [akrovátis] ο,
- ① acrobat, rope-dancer, equilibrist, tumbler (syn σχοινοβάτης, ισορροπιστής, σαλτιμπάγκος):
- δεινοί ακροβάτες |
- ~ που συστρέφει το σώμα του contortionist |
- τα πηδήματα των ακροβατών προκαλούν τον τρόμο |
- εβάδιζαν περιστρεφόμενοι όπως οι ακροβάτες (Michelis) |
- (ο γάτος μεταχειρίζεται την ουρά του) όπως ο ~ το κοντάρι για την ισορροπία (Myriv) |
- ασκείται στη λεπτή και δαπανηρή τέχνη του, όπως ο ~ στο πήδημα του θανάτου (Chatzinis) |
- (ο κέφαλος) είναι από τα πιο σβέλτα ψάρια, σωστός ~ (Bastias) |
- poem ... μελωδικό βιβλίο! Σαν τεντωμένο είσαι σκοινί σε τσίρκο, που ακροβάτη | όρθιο κρατάει (Skipis)
- ⓐ gym trapezist, acrobat (syn τραπεζιστής)
- ② fig a person who w. remarkable ease makes sudden changes in his opinions, relationships etc, a cunning person, acrobat:
- ~ του πνεύματος |
- η εξουσία υποχρεώνει σε συμβιβασμούς, σε καθημερινές λύσεις του προβλήματος της ισορροπίας. Tην ισορροπία όμως δεν την εξασφαλίζουν οι άκαμπτοι ιδεολόγοι, την εξασφαλίζουν οι ακροβάτες (Terzakis) |
- ό,τι δίνει βάρος και αληθινά ιστορική σημασία στο έργο του είναι η σταθερή κι ασυγκίνητη πορεία του ανάμεσα στους θαυματοποιούς και στους ακροβάτες των νέων ελληνικών γραμμάτων (Charis)
[fr AG ἀκροβάτης]
- ① acrobat, rope-dancer, equilibrist, tumbler (syn σχοινοβάτης, ισορροπιστής, σαλτιμπάγκος):