Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ακριβής, -ής, -ές [akrivís] (L)
- ① true to fact or reality, accurate, exact, precise, correct (syn αλάθευτος, αλάνθαστος, αληθινός, ορθός, ant αόριστος, ανακριβής, λανθασμένος, ελαττωματικός):
- ~ ορισμός precise definition |
- ~ ορολογία precise terminology |
- ακριβές νόημα, ακριβές ύφος |
- ακριβή νούμερα, ακριβή στοιχεία exact numbers, exact data |
- ακριβές ποσό(ν) exact amount |
- ακριβές αντίγραφο(ν) true copy |
- είναι ακριβές ότι ... it is accurate that ... |
- ~ ώρα exact or correct time |
- οι λογαριασμοί του δεν ήταν ακριβείς his accounts were not right |
- ~ πληροφορία accurate bit of information, ακριβείς πληροφορίες accurate information |
- έχω ακριβέστερες πληροφορίες απ' αυτές |
- ακριβείς ειδήσεις accurate news items |
- η ~ χρονολογία του γεγονότος |
- ~ στατιστική του πληθυσμού |
- ~ διάγνωση της αρρώστιας (ασθενείας) an accurate diagnosis of the disease |
- ~ μετάφραση exact translation (syn πιστή μετάφραση) |
- η ~ απόδοση του χωρίου the exact rendering of the passage |
- ~ ερμηνεία του νόμου strict interpretation of the law |
- διαταγή σαφής και ~ |
- | το ακριβές σημείο όπου κατοίκησε η άγια οικογένεια (Theotokas) |
- η γνώμη τους δεν σχηματίζεται από την ακριβή στάθμιση των πραγμάτων (Papanoutsos) |
- ο συζητητής πρέπει να προσπαθή ... να είναι όσο γίνεται ακριβέστερος και σαφέστερος στη διατύπωση της γνώμης του (id.) |
- να πης αυτό που θέλεις με τρόπο ακριβή κ' εξαντλητικό της εννοίας που πασχίζεις να διατυπώσης (Melas) |
- έτσι θα γίνη η ιστορική σύνθεση όσο το δυνατόν πιο ~ και πλήρης (Vacalop) |
- ο Mατθαίος της μινιατούρας αυτής είναι η ακριβέστατη μορφή ενός αρχαίου φιλοσόφου που έχει συγκεντρωθή βαθιά στον εαυτό του (Kanellop) |
- απ' όσα μας λέει ο μεροληπτικός Πολύβιος ίσως τα πιο πολλά είναι ακριβέστατα (id.) |
- έπρεπε να σημειωθή τούτο ... με ακριβέστατο επιστημονικόν υπολογισμό (id.) |
- ίσως είναι δύσκολο ακόμα να αντιληφθούμε στις ακριβείς του διαστάσεις το τι σημαίνει η αλλαγή των ταχυτήτων (Venezis)
- ② consistent, prompt, punctual (syn συνεπής, τακτικός, ant ασυνεπής, άτακτος):
- οι σιδηρόδρομοι ... έχουν να επιδείξουν τα ακριβέστατα δρομολόγιά τους (Charis) |
- ~ στην ώρα του (being) always on time |
- είναι ~ στα ραντεβού του he keeps his appointments punctually |
- είναι ~ στις πληρωμές του
[fr MG ακριβής ← ByzG, PatrG, K]
- ① true to fact or reality, accurate, exact, precise, correct (syn αλάθευτος, αλάνθαστος, αληθινός, ορθός, ant αόριστος, ανακριβής, λανθασμένος, ελαττωματικός):



