Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακρασία [akrasía] η, (L)
- incontinence (syn ακράτεια, ant εγκράτεια):
- (η δεύτερη μορφή του αναχωρητισμού) προσφέρει κάθε μέρα στον οίκτο μας νιάτα πρόωρα αναλωμένα από τον απελπισμό και την ~ ... της δεύτερης αυτής μορφής τους απίθανους "οσίους" τούς συναντούμε σήμερα εμείς στους αυτοκινητόδρομους και στα νυχτερινά κέντρα των μεγάλων πόλεων (Papanoutsos) |
- περισσότερο από κάθε άλλο τρέμουν την ~ και εγγύηση της αρετής θεωρούν το μέτρο, τον κανόνα, την εσωτερική πειθαρχία (id.) |
- η αδιαντροπία ήτο και μένει έκφραση και περιγραφή μιας υποκειμενικής ακρασίας (Papatsonis) |
- θ' άρχιζα ... πλήθος λατινικών να μελωδώ, καθώς είμαι αχαλιναγώγητος και πένης από ~, μπροστά στον θείο χαλινό του Δάντη (id.)
[fr AG ἀκρασία]
- incontinence (syn ακράτεια, ant εγκράτεια):