Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρίτας
3 εγγραφές [1 - 3]
ακρίτας [akrítas] ο,
  • ① Byz hist & ModG man living on the east Micrasiatic frontier and defender of the borderland, border warrior, frontierman, frontier guard, (miles) limitaneus, usu pl:
    • ακρίτες του Bυζαντίου, των ανατολικών επαρχιών |
    • η ανδρεία των ακριτών εξυμνείται με τη ζωντανή γλώσσα του λαού, τη νέα ελληνική, που γύρω στο 10 αι. αρχίζει να διαμορφώνεται (Vacalop) |
    • τα νέα αυτά ιστορικά γεγονότα ξαναθύμιζαν στους κατοίκους τους σκληρούς αγώνες των ακριτών και του Διγενή εναντίον των επιδρομέων (id.)
  • ② frontier fighter, border guard, heroic defender:
    • άγρυπνος ~ |
    • οι ακρίτες αυτοί της ελληνικής γης δεν είχαν προλάβει ακόμα ... να καταλάβουν τι συμβαίνει (Terzakis) |
    • οι άνθρωποι που βρήκα στους άγιους τόπους είναι αληθινοί ακρίτες του ελληνορθοδόξου πνεύματος, αφοσιωμένοι στη συντήρηση της μονής (Theotokas) |
    • αστόχαστο είναι να διαλαλούμε πως ... εμείς θα μείνουμε αφοσιωμένοι ακρίτες (των Δυτικών) (Christidis) |
    • poem κι απάνου απ' το κεφάλι σου μαζί άγιοι κι αντρειωμένοι, | ακρίτες για τον ουρανό, για το σταυρό απελάτες (Palam) |
    • έχε το νου σου, ακρίτα αψόθυμε, μην πιάσης πάλε αμάχη (Kazantz Od 9.1034) |
    • εγώ σε θέλω, ακρίτα, να διαβής του αντρούς τούς άθλους όλους (ib 14.1266) |
    • το μέλιγγά σου, ακρίτα διγενή, στην κάρα σου απιθώνω (ib 18.480) |
    • ο καπετάν ~ κνογελάει και το αραπόπουλό του | στο μεσιακό κατάρτι ανακρεμάει (ib24.1368) |
    • το Mεσολόγγι στις γενναίες καρδιές τους δεν κατάλαβε | πως το 'κλεισαν ακρίτες (Skipis)

[fr MG ακρίτης (Porphyrogen. etc), der of η άκρα 'frontier, lines' (άκραι 'the east Micrasiatic frontier of the Byzantine state'); the form ακρίτας fr Pontic Aκρίτας bes ακρίτης (cf αλαΐτες & -ΐτας, κοσμίτες & -ίτας, FN Πολίτας etc)]

Ακρίτας1 [akrítas] ο,
  • pers-n of heroes celebrated in the Acritic epic and poems, among whom most renowned ο Διγενής ~:
    • poem νέε μου Aκρίτα, αγνότερε, μη σε νικήση η θλίψη | της ατιμίας, του χαλασμού, του απρόλαβου θανάτου (Malakasis)

[fr ακρίτας]

Ακρίτας2 [akrítas] ο, geogr
  • the cape Acrita in Messenia (syn Kάβο-Γάλλος, It Capo Gallo)

[fr adj ακρίτας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες