Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακούω [akúo]
- & region. & lit ακώ, ακούς, ακούει, pr imper άκου, also άκουε & άκουγε, ppr ακούοντας & ακούγοντας, ipf άκουα & άκουγα, aor άκουσα, pf έχω ακούσει (& ακουσμένο, ακουσμένα), mediop ακούομαι & ακούγομαι, ακούγεσαι, aor ακούστηκα, ppp ακουσμένος
- Ⓐ act & pass
- ① perceive through the sense of hearing, hear:
- ~ καλά |
- δεν ακούει is deaf |
- σου φωνάζω και δεν ακούς |
- ~ τον ήχο, ~ τη φωνή, ~ το τραγούδι, ~ τον τραγουδιστή |
- ακούγεται το κελάιδημα των πουλιών |
- άκουσα την καμπάνα της εκκλησιάς |
- άκουσε κρότο και φωνές |
- ακούς χτύπους στην πόρτα; |
- κάνω πως δεν άκουσα I pretend I didn't hear |
- idiom phr τον άκουσα με τ' αφτιά μου I heard him w. my own ears |
- ακούς εκεί λόγια! & ακούς εκεί! this is sth incredible, insulting etc |
- τ' ακούς; τ' ακώ να λες it is incredible but still a fact |
- prov μαζί μιλάμε και χώρια ακούμε we don't agree on anything while talking |
- | τη νύχτα ακώ την τρουμπέτα του Kαραϊσκάκη (Makryg) |
- ακούγοντας το νέο βουβάθηκαν για μια στιγμή (Papantoniou) |
- δεν καταλάβαιναν τίποτε από όσα άκουαν κατά την ανάγνωση των ευαγγελίων (Vacalop) |
- folks. ~ το μνήμα και βογγά και βαριαναστενάζει |
- poem ~ κούφια τα τουφέκια (Solom) |
- και δεν εξαναφάνη κι ουδ' ακούστηκεν (Vafop)
- ② feel, sense (syn αισθάνομαι, καταλαβαίνω, νοιώθω):
- poem ~ πόνους τρομερούς (Solom) |
- γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου (id.) |
- κ' έρημος έχω μείνει | τώρα που ~ το θάνατο στις φλέβες μου να ρέη (Karyotakis)
- ⓐ have the sense of smell, to smell:
- ~ μια μυρουδιά |
- ακούγεται κακή μυρωδιά
- ③ learn (from others, by hearsay, from rumors), be informed (absolutely or w. dir obj or w. clauses) (syn μαθαίνω, πληροφορούμαι):
- άκουσες τίποτα γι' αυτή την υπόθεση; |
- τι ακούτε; what news do you have? |
- άκουσα πως παντρεύεται |
- ~ ότι θα φύγετε |
- ~ να με κατηγορούν |
- prov κάλλιο να μας ακούν παρά να μας βλέπουν it is better for us that people hear of us but don't see us |
- gnom όπου ακούς πολλά κεράσια, βάστα και μικρά καλάθια take excessive praise or promises w. a grain of salt
- ④ attend, follow, frequent (syn παρακολουθώ, φοιτώ):
- ζητούν να τους δοθή η ευκαιρία να ακούσουν μαθήματα, να μελετήσουν, να μορφωθούν (Theotokas)
- ⑤ give ear, listen, hear attentively, pay attention, heed (syn ακροάζομαι 1a, δίνω σημασία, προσέχω, εισακούω):
- άκουσα τα παρακάλια σου |
- άκου! listen |
- άκουσέ με listen to me |
- άκου να δης listen now (i.e. listen so that you may understand better) |
- ~ τη συβουλή σου I follow your advice |
- ακούει ό,τι τον συμφέρει |
- με ακούει σ' ό,τι του πω |
- δεν τον άκουσε |
- δεν ~ κανένανε (τίποτα) I defy everyone (all evidence) |
- εγώ δεν τ' ~ αυτά |
- ακούς τι (σου) λέω; do you hear what I am saying? |
- άκου που σου λέω do accept what I say |
- ~, λέει! you said it, most certainly |
- αυτό ν' ακούγεται! that should be said, that's correct |
- "ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω" L (NT) the hearers should direct their attention to what they hear |
- gnom άκουε του μεγαλυτέρου σου τα λόγια |
- ~ γέρου συμβουλή και παιδεμένου γνώση heed an old man's advice and an educated person's wisdom |
- poem άκου, στα πράσινα δεντρά φλοισβίζει ο στίχος (Melachrinos)
- ⓑ obey, mind (syn ακολουθώ υποδείξεις, υπακούω):
- τον ακούει το παιδί του |
- ν' ακούς το μπαμπά σου mind (your) daddy
- ⓒ hear s.o.'s prayer or request, grant one's request (syn L εισακούω):
- μιλάω, αλλά δεν ακούομαι |
- ο Θεός δεν ακούει τους κακούς ανθρώπους
- ⑥ law hear in a hearing:
- το δικαστήριο ακούει προηγουμένως τον κληρονόμο (Christidis AK)
- ⑦ answer to the name so-and-so, be called (syn λέγομαι, με λένε, τ' όνομά μου είναι, ονομάζομαι):
- πώς ακούς, καλέ; -Γιάννης ~ |
- (το φρύδι της κορυφής) ακούει στο όνομα Kομμένη Πέτρα (Bakalakis) |
- poem πότε Παγόνα ακούς | και πότε κράζεσαι Δανάη (Palam) |
- ... μ' όποιο όνομα αν ακούνε | της Λιάκουρας, του Mέτσοβου, της Γκούρας βουνοτόπια (id.)
- Ⓑ mediop ακούομαι (& ακούγομαι)
- ⑧ mi be or become known (μαθαίνομαι, D μαθεύεται):
- τι γίνεται και δεν ακούγεται; what happens and isn't heard about? everything happening becomes common news |
- ακούστηκε τ' όνομά του στην Eυρώπη |
- αυτοί ακούγονται τώρα και έξω από την Eλλάδα |
- το κορίτσι ακούστηκε με τον τάδε the relations of the girl w. X became (widely) known
- ⓓ spread, circulate (of news, rumors) (syn διαδίδομαι, κυκλοφορώ):
- τι ακούγεται στον κόσμο; what news is going around? |
- ακούστηκε πως οι Tούρκοι πήραν την Πόλη (Delmouzos) |
- πολλά ακούστηκαν για τη γυναίκα αυτή
- ⑨ mi pay attention to one another and come to an agreement, usu in neg clauses:
- δεν ακουγόμασθε ανάμεσό μας we don't agree among ourselves (Solom)
- ⑩ pass have fame, be famous (syn φημίζομαι):
- ο γιατρός (υπουργός) αυτός δεν ακούγεται nothing is heard about this physician (minister), is not distinguished
- ⓔ carry weight, be influential (syn έχω βαρύτητα or επιρροή):
- είναι από τους λίγους πολιτικούς που ακούγονται |
- ο λόγος του ακούεται his word carries weight (syn πιάνει)
[fr MG ακούω ← K, AG]
- ακούων [akúon] ο,
- listener:
- poem κ' οι ακούοντες περιέργως εννοούν τι εννοούμε (Montis)
[fr K, AG ἀκούων, ppr of ακούω]
- listener: