Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακούσιος
1 εγγραφή
ακούσιος, -α (& L ΄-), -o [akúsios] (L)
  • ① not willed, involuntary; unintentional (syn αθέλητος, [που γίνεται] χωρίς πρόθεση, ant εκούσιος, θελημένος, εμπρόθετος):
    • ακούσια σιωπή |
    • ακούσια αρρώστια |
    • ακούσιο πλημμέλημα unintentional misdemeanor |
    • ~ φόνος unintentional murder |
    • (τα διηγήματα αυτά έχουν ένα χαραχτηριστικό) την ακούσια κι ανεπίγνωστη ενοχή του ήρωα (Melas) |
    • ο Θεός ... δεν κάνει ακούσια την πράξη μας (Papanoutsos) |
    • συγχωρεί κάθε αμάρτημα ακούσιο ή κ' εκούσιο (Thrylos)
  • ② done against one's will, forced; acting involuntarily, reluctant (syn με βία, με το στανιό, ant εκούσιος):
    • ακουσία απαγωγή (L) abduction, kidnapping (ant L εκουσία απαγωγή) |
    • ακούσια απομόνωση |
    • ακούσιες μετακινήσεις στα χρόνια της τουρκοκρατίας |
    • οι αυτόματες κινήσεις της ψυχής ... γινόταν ήδη το ακούσιο αντικείμενο μιας διανοητικής επεξεργασίας (Chatzinis) |
    • με ακούσια συγκατάθεσή του w. his reluctant consent |
    • πήρε ακούσιο ντους |
    • έγινε ~ μάρτυς μιας αληθινής μονομαχίας μάνας και κόρης (Melas) |
    • τα ζωάκια γίνονται ακούσιοι μάρτυρες της επιστήμης (Palaiologos)
  • ③ not dependent upon one's will, autonomic, involuntary (syn αυτόματος, ant εκούσιος):
    • ακούσιες κινήσεις του σώματος autonomic reflexes of the body |
    • μας είναι αδύνατον να την αποδώσωμε (sc την αντίσταση) στο δικό μας σώμα, ... αφού αισθανόμαστε το ακούσιο εμπόδιο, που αντιστέκεται στην πρωτοβουλία μας (Papanoutsos) |
    • ακούσια μυθοπλαστική τάση (Panagiotop)

[fr K, AG ἀκούσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες