Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ακούσια
1 item total
ακούσια [akúsia] adv
  • involuntarily, unintentionally, unwittingly (syn in άθελα):
    • θεληματικά ή ~ η κυβέρνηση χειρίστηκε το θέμα με ανεπάρκεια |
    • (ο Renouvier είναι) ένας από τους εμπνευστές - δε μπορώ να πω αν ~ ή θεληματικά - της ιδέας που σάλεψεν Aμερική κ' Eυρώπη με τ' όνομα του πραγματισμού (Palam) |
    • νωχελής εγκατάλειψη του κορμού ν' ακουμπήση, απαλά και ~, στο πλευρό του οδηγού (Melas) |
    • εκούσια πέφτει στην πλάνη μόνον όποιος γνωρίζει την αλήθεια - οι άλλοι ~ μόνο πλανώνται και πλανούν (Papanoutsos) |
    • ξαναβρισκόμαστε ~ στην επικράτεια του μεσαιωνικού δογματισμού |
    • υποφέρεις επειδή είσαι αμαρτωλός (Terzakis) |
    • δήλωνε ο Pοΐδης πως ήταν ακούσιά του συγγραφέας (Dimaras)

[der of ακούσιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go