Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακουβάριαστος
1 εγγραφή
ακουβάριαστος, -η, -ο [akuvárjastos]
  • not wound into a ball, unwound (syn ατύλιχτος σε κουβάρι, ακουλούριαστος, ant κουβαριασμένος, κουλουριασμένος):
    • ακουβάριαστο μαλλί, νήμα |
    • ακουβάριαστη κλωστή
  • ⓐ incapable of being wound as into a ball:
    • το σκληρό σύρμα είναι ακουβάριαστο

[cpd w. κουβαριαστός: κουβαριάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες