Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακουβάριαστος, -η, -ο [akuvárjastos]
- not wound into a ball, unwound (syn ατύλιχτος σε κουβάρι, ακουλούριαστος, ant κουβαριασμένος, κουλουριασμένος):
- ακουβάριαστο μαλλί, νήμα |
- ακουβάριαστη κλωστή
- ⓐ incapable of being wound as into a ball:
- το σκληρό σύρμα είναι ακουβάριαστο
[cpd w. κουβαριαστός: κουβαριάζω]
- not wound into a ball, unwound (syn ατύλιχτος σε κουβάρι, ακουλούριαστος, ant κουβαριασμένος, κουλουριασμένος):