Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ακομπανιαμέντο
1 item total
ακομπανιαμέντο [akompanjaménto & akombanjaménto] το, mus
  • accompaniment (syn ακομπανιάρισμα, μουσική συνοδεία, μουσική υπόκρουση για συνοδεία άσματος):
    • κάνω ~ (syn ακομπανιάρω 1) |
    • ο τραγουδιστής θέλει κι ~ |
    • χωρίς ~ unaccompanied |
    • ο ζίζικας ο καημένος την ώρα εκείνη συνόδευε την ενδόμυχη μουσική μου, πρόσθετο το ~ του (Palam) |
    • πάνω στην κιθάρα το ~ ξεψυχούσε κομμένα και λυπητερά (KPolitis) |
    • τα κορίτσια προσπαθούσανε να πιστέψουν ότι διασκεδάζανε με τ' ακομπανιαμέντα της Nένας (Lountemis)

[fr It accompagnamento]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go