Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ακκίζομαι
1 item total
ακκίζομαι [acízome] (L)
  • simper, act affectedly (syn κοκετάρω):
    • για να εξαλείψη από την εντύπωση τα χρόνια του, ντύνεται κομψά, ευθυμεί, χαριτολογεί, ακκίζεται, είναι έτοιμος και μωρίες ακόμη να λέγη ή να παραστένη, μόνο και μόνο για να μη δημιουργηθή η παραμικρή υποψία ότι πέρασε τον φοβερό Pουβίκωνα (Papanoutsos) |
    • δεν πρέπει να ακκίζεται κανείς, όταν γράφη κριτική (Tsatsos)

[fr AG ἀκκίζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go