Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακατάδεχτος
2 εγγραφές [1 - 2]
ακατάδεχτος, -η, -ο [akatá∂extos]
  • haughty, disdainful, snobbish (syn αλαζονικός, υπεροπτικός, περιφρονητικός, ant καταδεχτικός):
    • ~ άνθρωπος, άρχοντας |
    • ακατάδεχτη γυναίκα, αρχόντισσα |
    • ακατάδεχτο παιδί |
    • δε μας μιλάει, έγινε ~ |
    • είναι πάντα ~, δεν πήρε το δώρο που του 'δωσα |
    • είναι φοβερά ~ και δε θέλει να δίνη θάρρος (Myriv) |
    • ξαναβρήκε μεμιάς την ακατάδεχτη της γενιάς του περηφάνεια (Karvounis) |
    • η περήφανη εθνική ψυχή, ακατάδεχτη στα μεγαλεία της όσο και η φτώχεια της (Papatsonis) |
    • folks. εγίνης ~, διαβαίνεις από μπρος μου (Theros) |
    • poem αλλά η ακατάδεχτη νυφούλα δε σας θέλει (Palam) |
    • του ακατάδεχτου έργου σας πάντα λαμπρά τ' ασήμια (id.) |
    • πεισμωμένος, χλωμός κι ~, |
    • κοιτούσα τον κόσμο και κραύγαζα (Ritsos)

[fr MG ← K, PatrG ἀκατάδεκτος]

ακαταδεχτοσύνη [akata∂extosíni] η, s. ακαταδεξιά
:
  • να μη φράζεται ο δρόμος σου προς τα εμπρός από τη φτώχεια και από την ~ σου να πηγαίνης λοξά (Papanoutsos)

[cf MG ακαταδεξοσύνη, a blend of ακαταδεξ(ιά + ακαταδεχτ)οσύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες