Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακαλαφάτιστος, -η, -ο [akalafátistos]
- ① shipb uncaulked:
- ακαλαφάτιστο καΐκι, καράβι
- ② fig of female, uncovered, uncopulated (syn in ακαβάλητος 2)
[cpd w. *καλαφατιστός: καλαφατίζω: cf ppp καλαφατισ-μένος]
- ① shipb uncaulked: