Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιτούμενος, -η, -ο [etúmenοs] (L)
- ① being requested, being asked:
- η αιτουμένη ποσότητα quantity requested
- ② noun αιτούμενα τα, statist inquiries
[prp of αιτούμαι]
- ① being requested, being asked: