Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιτιότητα
1 εγγραφή
αιτιότητα [etiótita] η, (& L αιτιότης)
  • presence of a cause
  • ⓐ philos causality, causation:
    • ο νόμος της αιτιότητας |
    • το αξίωμα της αιτιότητας, η αρχή της αιτιότητας, ο ειρμός της αιτιότητας |
    • ηθική ~, πολλαπλή ~ |
    • η ~ είναι ο a priori όρος κάθε φυσικής επιστήμης (Tsatsos) |
    • η ~ είναι ... μεταφορά ενός βιώματος στην κλίμακα της θεωρητικής σκέψης (Papanoutsos) |
    • ένα είδος αιτιότητας είναι η βούληση ζωντανών όντων προικισμένων με λόγο (id.) |
    • εσωτερική ~ των γεγονότων (id.) |
    • την έννοια της αιτιότητας ο άνθρωπος την εσχημάτισε από την εμπειρική παρατήρηση επαγωγικά (id.) |
    • οι επιστήμονες δουλεύουν με την έννοια της φυσικής αιτιότητας (id.) |
    • ο βίος του Kαζαντζάκη προσδιορίζεται κυρίως από μιαν ενδόμυχη ~ |
    • από τον πυρετό και το μεγαλεπήβολο του πνεύματος κλ (Prevelakis)

[fr K αἰτιότης (Philodemus, 1st c. BC)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες