Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιλουροειδές
1 εγγραφή
αιλουροειδές [eluroi∂és] το, gen αιλουροειδούς, zoo
  • one of the cats, usu pl αιλουροειδή τα, the cats, Felidae:
    • το γένος (or η οικογένεια) των αιλουροειδών |
    • ένα μεγαλοπρεπέστατο ~ με ραβδώσεις τίγρεως (Melas) |
    • ο γάτος αυτός ... είναι ένα ~ αληθινά ωραίο (Myriv) |
    • poem το ~ και το παχύδερμο, | το σερπετό και οι ρίζες (Decavalles)

[substantiv. n of αιλουροειδής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες