Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αθλώ
1 item total
αθλώ [aθló] αθλείς, mi αθλούμαι
  • ① exercise, train (syn ασκώ, γυμνάζω):
    • η ευσυνειδησία του ... του επιβάλλει να αθλή το σώμα του, ώστε να διατηρή μια ευλυγισία (Thrylos)
  • ⓐ mi αθλούμαι exercise, train
  • ② struggle, contend:
    • (το σώμα του Iησού) είχε αθλήσει μαζί με την ψυχή του στην επίγεια διακονία του. Eίχε δοκιμασθή μαζί της στο αιματόβρεκτο ξύλο του Γολγοθά (Melas) |
    • poem άθλησα, Kύριε, τον καλόν αγώνα και την πίστη έχω τηρήσει (TBarlas)

[fr K ἀθλῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go