Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- αθεΐα [aθeía] η,
- disbelief in the existence of God, atheism (syn αθεϊσμός):
- η ~ είναι πολύ αρχαία τάση στη φιλοσοφία |
- η ~ δεν είναι του ανθρώπου άλλο τίποτε παρά ξεθύμασμα της θεοβλάβειας του ανθρώπου (Palam) |
- οι στίχοι των τρανών ποιητών της φιλοσοφικής αθεΐας ... είναι κατανυκτικοί σαν τους βιβλικούς ψαλμούς (id.) |
- δεν διδάσκει την ώρα του μαθήματος παρά μηδενισμό και ~ (Xenop) |
- ολίγη επιστήμη, είπε ένας παλαιός στοχαστής, οδηγεί στην ~, αλλά πολλή επιστήμη ξαναφέρνει στο Θεό (Theotokas) |
- εγκαλούνται ... για ~ (Dimaras)
[fr K, PatrG ἀθεΐα 'disbelief in god', der of ἄθεος]
- disbelief in the existence of God, atheism (syn αθεϊσμός):
- αθειάφιστος, -η, -ο [aθjáfistos] (& region. ατειάφιστος)
- ① not sprayed w. sulphur, unsulphured:
- αθειάφιστο αμπέλι, κλήμα σταφύλι
- ② not disinfected by fumigation w. sulphur:
- πρέπει ν' απολυμάνης και το άλλο δωμάτιο, που έμεινε αθειάφιστο
[cpd w. θειαφιστός: θειαφίζω]
- ① not sprayed w. sulphur, unsulphured:



