Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αζιμουθιακός, -ή, -ό [azimuθiakós] (& αζιμουθικός) astron & naut
- azimuthal:
- αζιμουθιακές συντεταγμένες azimuthal coordinates |
- ~ κύκλος azimuth circle |
- αζιμουθιακή πυξίδα azimuth compass |
- αζιμουθιακή προβολή azimuthal projection |
- αζιμουθιακή παρεκτροπή azimuth deviation |
- αζιμουθιακοί πίνακες azimuth tables |
- αζιμουθιακό κάτοπτρο, αζιμουθιακή διόπτρα azimuth mirror
[der of αζιμούθιον]
- azimuthal: