Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αετός
1 εγγραφή
αετός [aetós] ο, (& αϊτός)
  • ① orn eagle, any of several of the genera Aquila and Haliaetus, esp Aquila chrysaetus, Aquila fulva and Aquila imperialis:
    • κατεβήκαν οι αετοί στο ψοφίμι |
    • έχει μάτι αϊτού he has keen vision (syn phr είναι οξυδερκής) |
    • αϊτός το μάτι σου! (Vlachogiannis) |
    • fig οι αετοί της ελληνικής λευτεριάς the uncatchable heroic fighters for Greek freedom |
    • ήταν αϊτοί στα ποδάρια και λιοντάρια εις την καρδιά (Makryg) |
    • ήρθε σαν τον αετό (KRados) |
    • folks. στη μεγαλύτερη κορφή ένας αϊτός καθόταν (Pylia) |
    • poem να τος! αϊτός κυνηγητής, αϊτός καμαρομύτης (Palam) |
    • στο στίχο σου τον αετό τους πολεμάρχους πήρες της λευτεριάς μας (Skipis) |
    • κ' η ματιά του, αετού μοιάζει ματιά μελλοθανάτου (id.) |
    • πως αϊτός μες στα σύννεφα θα γίνω (Stavrou Ar)
  • ⓐ άσπρος ~ the hawk Circaetus gallicus:
    • σαν άσπρος αϊτός κατέβαινε κι ο αγέρας γιόμιζε απ' το σαλαγητό του (Myriv)
  • ⓑ ~ ο βουτηχτής osprey
  • ② representation of the eagle used as emblem or decoration:
    • δικέφαλος ~ Byz hist two-headed eagle
  • ③ ichth usu αϊτός
  • ⓒ the eagle rays Myliobatis aquila (syn βατί) and Myliobatis. bovina (= Pteromylaeus bovina, Leiobatus bovina) (syn σαλάχι)
  • ⓓ the skates Raja macrorhynchus (syn βατί, βάτος) and R. oxyrhynchus (syn βατί, σαλάχι)
  • ⓔ the stingray Gymnura altavela (= Pteroplatea altavela)
  • ④ kite (syn χαρταετός):
    • πετώ αετό fly a kite |
    • (στην ταράτσα) ανέβαινε για ν' απλώση τους αετούς (Karyotakis)
  • ⑤ ο αϊτός και τα πουλιά children's game like catch-the-caboose (TSakellariou, Aθλητισμός 31 f.)
  • ⑥ astron Aετός the constellation Aquila
  • ⑦ her eagle
  • ⑧ archit gable, pediment (syn αέτωμα)

[fr MG αετός, αϊτός ← AG ἀετός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες