Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεροπλάνο
2 εγγραφές [1 - 2]
αεροπλάνο [aeropláno] το, (& αερόπλανο, substandard & region. αρεόπλανο)
  • flying machine, aircraft, airplane (Br aeroplane):
    • επιβατικό ~ passenger plane |
    • ~ μεταφορών troop carrying aircraft |
    • ~ ξηράς land plane |
    • ~ αναγνωρίσεως reconnaissance airplane, scouting plane |
    • ~ βομβαρδισμού bomber |
    • ~ μάχης combat aircraft, tactical airplane |
    • καταδιωκτικό ~ pursuit airplane, fighter |
    • μεταγωγικό ~ transport aircraft |
    • ~ επιχειρήσεων operational aircraft |
    • αεριοπροωθούμενο ~jet plane |
    • poem ανταποκρίνεσαι με κάθε ~, | με αχτίδες, με φτερά, με την παγκόσμια σκάλα (Palam) |
    • κι απ' τον αγέρα σαν πουλιά | τ' αεροπλάνα τα φονικά (Anninos) |
    • εφτάδιπλος απλώνεται ο παλμός του θείου αέρα | του αεροπλάνου (Sikel) |
    • τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώση και μας βάλουνε στόχο τ' αερόπλανα (Elytis)

[fr neol, αεροπλάνον ← Fr aéroplane, which is fr αερο- + Fr planer or fr adj *αερόπλανος 'wandering in the air']

αεροπλανοφόρο [aeroplanofóro] το, navy
  • aircraft carrier:
    • ~ συνοδείας escort aircraft carrier |
    • ~ κρούσεως attack aircraft carrier |
    • τ' αεροπλανοφόρα δολιχοδρομούνε γύρω στις ακτές

[substantiv. n fr αεροπλανοφόρον σκάφος or πλοίον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες