Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αεροθεραπεία [aeroθerapía] η, med
- fresh-air treatment, air cure, aerotherapy, aerotherapeutics:
- κάνει ~ |
- (καλό είναι) μαζί με την κολύμβηση να συνδυάζωνται η ηλιοθεραπεία και η ~Chrysafis)
[cpd w. θεραπεία]
- fresh-air treatment, air cure, aerotherapy, aerotherapeutics:
- αεροθεραπευτήριο [aeroθerapeftírio] το,
- center for aerotherapy
- αεροθεραπευτής [aeroθerapeftís] ο,
- specialist in aerotherapy
[cpd w. θεραπευτής]
- αεροθεραπευτική [aeroθerapeftikí] η,
- aerotherapy, aerotherapeutics
[cpd w. θεραπευτικός]
- αεροθεραπευτικός, -ή, -ό [aeroθerapeftikós]
- of aerotherapy:
- αεροθεραπευτική μέθοδος
[cpd w. θεραπευτικός]
- of aerotherapy: