Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αείροος
1 εγγραφή
αείροος, -η, -ο [aíroos] (L)
  • ever-flowing, of streams, springs, time (syn αέναος):
    • (η εικόνα) διαιωνίζει ... την αείροη πηγή της εκστάσεως και του ανίκητου διαρκούς ερωτικού πόθου (Papatsonis) |
    • poem κι ο Iορδάνης ποταμός ο ~, | που κομίζει προφητείες (GKoutsocheras) |
    • ... ή εμείς πίνουμε πιότερο | απ' ό,τι διψάμε απ' τις αείροες του φωτός πηγές; (KAthanasoulis) |
    • μες στον αείροο χρόνο θα έχουμε ακινητήσει (GKotsiras).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες