Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αείροος, -η, -ο [aíroos] (L)
- ever-flowing, of streams, springs, time (syn αέναος):
- (η εικόνα) διαιωνίζει ... την αείροη πηγή της εκστάσεως και του ανίκητου διαρκούς ερωτικού πόθου (Papatsonis) |
- poem κι ο Iορδάνης ποταμός ο ~, | που κομίζει προφητείες (GKoutsocheras) |
- ... ή εμείς πίνουμε πιότερο | απ' ό,τι διψάμε απ' τις αείροες του φωτός πηγές; (KAthanasoulis) |
- μες στον αείροο χρόνο θα έχουμε ακινητήσει (GKotsiras).
- ever-flowing, of streams, springs, time (syn αέναος):