Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδιαφορώ [a∂iaforó & a∂jaforó] impf αδιαφορούσα, aor αδιαφόρησα,
- have no interest, be indifferent or unconcerned, be careless, ignore (syn είμαι αδιάφορος, έχω or δείχνω αδιαφορία, δε με μέλει or νοιάζει, αγνοώ):
- ~ I don't care, I care not |
- τον παρακάλεσα να το κάμη, μα αδιαφόρησε |
- ~ για + acc |
- ~ για την πολιτική I take no interest in politics; ~ για την τύχη κάποιου show unconcern regarding s.o.'s fate; ~ για τις συνέπειες I ignore the consequences |
- ~ για όλα or για τα πάντα I care about nothing |
- ποτέ μην αδιαφορήσης για τα παράπονα ενός φίλου σου, έστω και αβάσιμα (Vrettakos) |
- απαρνιέται... την κοινωνία, την ξεγράφει και αδιαφορεί γι' αυτήν (Theotokas) |
- άλλοι (ποιητές) αδιαφορούν τελείως για το τι θα γραφή... γύρω στο έργο τους (Peranthis) |
- | ~ αν be not interested whether |
- ~ αν θα του κακοφανή ή όχι I am not interested in whether he will dislike it or not; ~ αν συμφωνή ή όχι... whether he approves or not |
- | poem όσο για την ταπείνωση, μα αδιαφορούσε (Kavafis) |
- όπου δάκρυα οι νέοι γελάνε | κι όπου πένθη αδιαφορούν (Malakasis)
[fr K ἀδιαφορῶ]
- have no interest, be indifferent or unconcerned, be careless, ignore (syn είμαι αδιάφορος, έχω or δείχνω αδιαφορία, δε με μέλει or νοιάζει, αγνοώ):