Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιαφοροποίητος
1 εγγραφή
αδιαφοροποίητος, -η, -ο [a∂iaforopíitos] (L)
  • undifferentiated:
    • ~ τρόπος |
    • αδιαφοροποίητη μάζα |
    • αδιαφοροποίητη σκέψη |
    • αδιαφοροποίητη δομή συνείδησης |
    • biol ~ γεννητικός αδένας biol indifferent gonad |
    • (ο ~ αδένας)... είναι ~ επειδή δεν φαίνονται ακόμα τα στοιχεία που θα χαρακτηρίσουν σε λίγο τον όρχι ή την ωοθήκη (Louros) |
    • όλοι οι άλλοι... πέρασαν ασήμαντοι, αδιαφοροποίητοι κι ανώνυμοι (Thrylos) |
    • τα παιδιά μιας τάξης δεν είναι ένα αδιαφοροποίητο σύνολο (Geros) |
    • δίχως... τη διάσταση του ανέφικτου θα είμαστε ουσιαστικά αδιαφοροποίητοι από τ' άλλα έμβια όντα του πλανήτη (Terzakis) |
    • (ο πνευματικός κόσμος) είναι ίσως ακόμη ~, αλλά όχι και για τούτο απλός (Papanoutsos) |
    • σώμα και ψυχή, ηδονή και ευδαιμονία, το εγώ το ίδιο στην πλήρωση κάθε του ροπής... γίνονται μια ενιαία και αδιαφοροποίητη ουσία (Tsatsos)

[neol, cpd w. *διαφοροποιητός (cf διαφοροποιητικός): ModG διαφοροποιώ (L), hence διαφοροποιημένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες