Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιαφορία
1 εγγραφή
αδιαφορία [a∂iaforía] η, (& less commonly [a∂jaforía])
  • insensibility, indifference, nonchalance, incuriousness (syn έλλειψη ενδιαφέροντος):
    • τρομερή ~... συναντούσε πάντα ο Πόπος σ' όλους αυτούς (Xenop)
  • ⓐ unconcern, disinterestedness, negligence, indolence, carelessness, apathy (syn αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια):
    • έδειξε μεγάλη ~ για την υπόθεση |
    • ομολογεί την απόλυτη ~ του he professes his utter unconcern |
    • η ~ τα παγώνει (sc τα καλά), τα ζαρώνει και τελικά τα απονεκρώνει (Vrettakos) |
    • συχνά το παιδί πέφτει σε πλήξη, σε μπλαζεδισμό, σε ~ για τα πάντα (Theotokas) |
    • η χριστιανική πίστη έχει χαλαρωθή· χαρακτηριστική είναι η ~ των χριστιανών έναντι των θείων (Vacalop) |
    • poem αλλά στα καμπαναρία | δεν είν' τέτοια ~ (Solom)

[fr late MG ← K (also PatrG ἀδιαφορία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες