Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιάφορος
1 εγγραφή
αδιάφορος, -η, -ο [a∂iáforos & a∂jáforos]
  • ① presenting no interest, uninteresting:
    • αδιάφορη πλάση |
    • ας μιλήσουμε για αδιάφορα πράγματα |
    • οι συνομιλίες τους (ήταν) αδιάφορες (Terzakis) |
    • της είναι ~ he is indifferent to her |
    • η ποίηση απομένει γι' αυτούς... ένας ~, ξένος προς την ιδιοσυγκρασία τους, χώρος (Chatzinis) |
    • poem αδιάφορα όλα τ' άλλα κι αυτό | το Bένουσμπεργκ της γραφειοκρατίας κλ the rest is uninteresting, and that Venusburg of bureaucracy etc (Seferis)
  • ⓐ αδιάφορο no matter, e.g. αδιάφορο αν δεν κοιμήθηκες:
    • μου είναι αδιάφορο it matters little to me, I don't mind (care); μου είναι τελείως αδιάφορο that's all the same to me, it's a matter of complete indifference to me |
    • μου είναι αδιάφορο αν οι εκλογές γίνουν τώρα ή αργότερα it matters little to me whether the elections take place now or later |
    • εκτιμά τους ανθρώπους των γραμμάτων..., μικρούς ή μεγάλους, αδιάφορο whether great or small (Xenop) |
    • θα ξυπνήσης από ένα όνειρο ωραίο ή άσχημο, αδιάφορο (Karantonis) |
    • (διατηρείται η αισθητική παράδοση) αδιάφορο αν συνδυασμένη με στοιχεία βυζαντινά ή ελληνιστικά ή κλ (Kanellop)
  • ② having no interest (in), disinterested, unconcerned, nonchalant, indifferent, detached, mindless (unmindful) of, negligent, careless, apathetic:
    • ~ πολίτης unconcerned citizen |
    • ~ σύζυγος indifferent husband (syn ψυχρός) |
    • γυναίκα ερωτικά αδιάφορη |
    • αδιάφορο μυαλό unconcerned mind |
    • ύφος αδιάφορο unconcerned air; με αδιάφορο ύφος in an indifferent tone; παίρνω αδιάφορο ύφος I take on an air of indifference |
    • είμαι or μένω ~ I am indifferent |
    • κάνω or καμώνομαι τον αδιάφορο I pretend to be unconcerned |
    • το γεγονός αυτό με αφίνει αδιάφορο |
    • η νύχτα και η μέρα τού είναι το ίδιο αδιάφορες (Karyotakis) |
    • μια ηθικά αδιάφορη βούληση (amoral όχι immoral) δεν αισθάνεται αδιάφορην ευθύνη (Papanoutsos) |
    • προχώρησαν αργά, βαριά... αδιάφοροι για τη μεγάλη φθορά που τους γινόταν (Terzakis) |
    • κάθονταν... στο γραφειάκι ~, αμέριμνος (PGlezos) |
    • | ~ σε or για or προς w. acc |
    • ~ για μάθηση uninterested in learning |
    • ~ για ξένες έννοιες |
    • ~ στα προβλήματα, στις προειδοποιήσεις unmindful of the problems, of the warnings |
    • ~ προς τα πολιτικά apolitical
  • ⓑ techn t. ~ ισορροπία indifferent or neutral equilibrium

[fr MG ← K ἀδιάφορος, cpd w. AG διάφορος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες