Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδερφός [a∂erfós] ο, (& αδελφός)
- ① brother:
- έχω δυο αδερφούς και μια αδερφή |
- δίδυμοι αδελφοί twin brothers |
- Σιαμαίοι αδελφοί Siamese twins |
- (L) ετεροθαλείς αδερφοί half brothers |
- ο μικρός ~ μου είναι δάσκαλος my kid brother is a teacher |
- από καλοσύνη τους ήταν μετ' εμένα όλοι ως αδελφοί (Makryg) |
- σας κρένω 'λικρινώς κι ως αδελφός σας (id.) |
- αχ! το φως μου, | την ίδιαν ώρα εσβήστηκε ο αδελφός μου (Mavilis)
- ② intimate, close friend (syn in αδελφικός φίλος):
- τον έχω αδερφό |
- voc αδερφέ (my) dear! |
- βρε αδερφέ, τ' είν' αυτά που λες; |
- αχ! αδερφέ, με σκότισες! δε μ' αφίνεις ήσυχο! |
- καλά, αδερφέ! το πήρες στα σοβαρά κ' εσύ; (Nirvanas)
- ③ fellow
- ⓐ compatriot, fellow national (syn ομοεθνής, ομόφυλος, συμπατριώτης):
- (ήταν) να χτυπηθούν αναμεταξύ τους..., μόλις θα λυτρωνότανε η Eλλάδα από τον ξένο δυνάστη. Ήταν εχθροί αδελφοί και κατεχόντανε... από το ίδιο όραμα |
- μιαν Eλλάδα... ιδανική (Theotokas) |
- poem ο μυστικός αντίλαλος από ψηλά θα φτάνη | και στους θλιμμένους αδελφούς,...| θα δίνη ουράνιο θάρρος (Markoras)
- ⓑ fellow man, fellow artist etc:
- το θέλει κι αυτό ο λυρισμός· ένας τρόπος να υψώνης το ίδιο σου το εγώ με τον έπαινο του αδελφού σου (Palam) |
- πίσω από τ' ανεμόσαρκα χωρατά τους υπάρχει κάποιος άνθρωπος ~ με τους άλλους ανθρώπους (Panagiotop) |
- poem χαίρε, αδερφέ! του κόσμου αυτού διαβάτη (Palam) |
- σου λείπει το πόδι, αδελφέ μου; ακούμπα επάνω μου (Ritsos) |
- ανοίξετε, αδελφοί, μια βρύση ανοίξετε (Elytis) |
- κ' είδαμε τους λύκους και τους άρπαγες· | δώστε τα χέρια να τους διώξουμε, αδερφοί (Pyliotis)
- ⓒ one that is closely related w. s.o. or sth:
- poem χειμωνανθέ, χλωμέ αδερφέ του πόνου, κ' η καρδιά μου | δεμέν' είναι μαζί σου (Malakasis) |
- τ' ασίγαστα χέρια της...| προσπαθούσαν να πιάσουν | τον αδελφό του νερού (Vrettakos) |
- θα σου στείλουμε κάποτες | ένα κλαδί από ελιά της Oλυμπίας, αδερφέ μας (i.e., Δούναβη) (ChKoulouris)
- ④ region. twin branch grown together w. another fr the same part of a tree trunk, offshoot (syn L παραφυάδα)
[fr MG αδερφός, αδελφός ← K, AG ἀδελφός]
- ① brother:
- αδερφοσκοτωμός [a∂erfoskotomós] ο, (& αδελφοσκοτωμός)
- ① fratricide (syn αδελφοκτονία 1)
- ⓐ angry conflict or hand-to-hand fight between brothers (syn συμπλοκή μεταξύ αδελφών)
- ② violent quarrel or armed fray among relatives
- ③ civil war among fellow nationals or co-religionists (syn αδελφοκτονία 2):
- έγινε ~ ανάμεσα στους Φράγκους
[cpd w. σκοτωμός]
- αδερφοσύνη s. αδελφοσύνη.