Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδελφός
3 εγγραφές [1 - 3]
αδελφός [a∂elfós] ο, (& αδερφός)
  • ① fellow Christian, brother:
    • (L eccl) αδελφοί εν Xριστώ brethern in Christ |
    • οι αδελφοί (all) Christians |
    • ο ~ Aνανίας
  • ② monk, brother (syn μοναχός, καλόγερος, συνάδελφος σε μονή):
    • ο ~ Xρυσόστομος |
    • οι αδελφοί (μονής) brethern |
    • οι αδελφοί της Mονής της Aγίας Λαύρας |
    • όταν αντικρύσης τον Kύριο ημών, αδερφέ μου (Papantoniou)

[fr MG αδελφός]

αδελφός, -ή, -ό [a∂elfós] (& rare αδερφός)
  • related as a brother or sister, related in brotherhood, cognate, similar:
    • αδελφά έθνη sister nations |
    • η Γαλλία και το Bέλγιο είναι έθνη αδελφά |
    • Pώσοι και Bούλγαροι, έθνη αδελφά allied nations |
    • naut αδελφά πλοία twin or sister ships |
    • η νεώτερη από τις αδελφές φιλοσοφικές σχολές μας, η σχολή Iωαννίνων (Papanoutsos) |
    • τα φαινόμενα και τα άστρα... επενεργούν στα ανθρώπινα πράγματα, που τα παρακαλουθούν σαν αδελφές ψυχές (DLoucatos) |
    • (αποθεώνει) το μεγαλείο του έρωτα... καταφεύγοντας στο μεγαλείο της αδελφής εννοίας του θανάτου (Papatsonis) |
    • το εξηγούν οι άλλοι αδελφοί τέσσεροι στίχοι της οκτάστιχης φωνής (Chourmouzios) |
    • η θεωρία των κατηγοριών είναι... και αδελφή με τη λογική επιστήμη (Papanoutsos) |
    • poem και πώς πηγαίνεις, ω αδερφή ψυχή, με τη συγνώμη, | με την αγάπη...; (Karyotakis) |
    • αναμμένη η θράκα του τζακιού, αδελφή ψυχή να ξαποστάσης (Xydis) |
    • εξόριστοι...| πλάι σ' ανθρώπους με καρδιά αδελφή της πέτρας (Myralis)

[fr K, PatrG ἀδελφός 'as a brother or sister; cognate']

αδελφοσύνη [a∂elfosíni] η, (& αδερφοσύνη)
  • ① good brotherly relationship (syn αδελφική συγγένεια, αδελφική αγάπη):
    • poem τους βλέπω έτσι να δένουνε πιστή αδερφοσύνη (Palam)
  • ⓐ close relationship:
    • ο ιερός Aυγουστίνος μιλεί κάπου... για την ~ σώματος και ψυχής, που είναι πραγματικό θαύμα (KParaschos)
  • ② love of intimate friends such as among brothers, brotherly love, affectionate love (syn αδελφική αγάπη, στενή φιλία):
    • η ~ των ανθρώπων or ανθρώπινη or παγκόσμια αδερφοσύνη the fellowship of man |
    • το κήρυγμα της αδερφοσύνης |
    • gnom ένας μυστικός δεσμός αδερφοσύνης ενώνει όλους τους ανθρώπους (Vrettakos) |
    • φαίνεται ο αγώνας εκείνος κι ο πατριωτισμός και η αδερφοσύνη οπού χαμεν αναμεταξύ μας (Makryg) |
    • τι θα πη αδερφοσύνη, τι θα πη όλοι είμαστε ένα, πρώτη φορά το 'ζησα τόσο βαθιά (Kazantz) |
    • ένας αέρας διεθνικής ενότητας και αδελφοσύνης (Theotokas) |
    • να αγαπηθούμε... όλοι οι λαοί... όλες οι κοινωνίες σε μια πάγκοινη, ζεστή ~ (id.) |
    • το ιδανικό της αδελφοσύνης των λαών... μας συγκινεί βαθιά (Kasimatis) |
    • ένα γλυκό άνθισμα αληθινής αδελφοσύνης ενώνει τους ανθρώπους μακριά από κάθε μίσος και κάθε κακία (ATarsouli) |
    • ο αληθινός συγγραφέας νοιώθει κατάβαθα την αδερφοσύνη με τον καθένα και... στένει μπροστά του... τον άνθρωπο (Panagiotop) |
    • folks. μα το ψωμί που φάγαμε, μα την αδερφοσύνη (Arcadia) |
    • poem... στην οικουμένη ειρήνη, | αδερφοσύνη στους λαούς, χαρά και καλή γνώμη | στη γη! (Palam)
  • ③ Christ rel, eccl Christian love among men, fellowship, brotherhood:
    • το ιδανικό τους ήταν η βιβλική απλότητα κ' η πάγκοινη ~ των κοινοτήτων των πρώτων χριστιανών (Theotokas) |
    • το χριστιανικό ευαγγέλιο... μέσα στην αγάπη είδε τη φιλαλληλία και την ~ (Papanoutsos) |
    • Xριστούγεννα είναι σήμερα, η γιορτή της πανανθρώπινης αδελφοσύνης (Christidis)
  • ④ region. (Cyclades) organization, religious or charitable

[fr K, PatrG, MG ἀδελφοσύνη 'brotherhood' etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες