Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδειάζω
1 εγγραφή
αδειάζω [a∂jázo] aor άδειασα, ppp αδειασμένος
  • Ⓐ Intr
  • ① not be busy, have the time, have free (spare) time (syn έχω άδεια [see s. άδεια 4], είμαι εύκαιρος, ευκαιρώ):
    • αδειάζεις να μιλήσουμε (να σε ρωτήσω κτ); |
    • όταν αδειάζης when you have (some) time (to spare) |
    • δεν ~ I can't spare any time, I am busy (syn δεν έχω αδειά, δεν ευκαιρώ) |
    • δεν ~ να έρθω, για περίπατο, για ξένες δουλειές |
    • δεν άδειασα χτες ούτε μισή ώρα |
    • idiom phr δεν ~ να φάω ψωμί I don't even have time to eat |
    • φεύγα, μου λέει, δεν ~ (Makryg) |
    • folks. δεν ~, αφέντη μου· φωλιά θέλω να κτίσω (Passow) |
    • κι ο ήλιος δεν αδειάζει, μόν' στέλνει το φεγγάρι (DPetrop) |
    • poem πες τση pur πως τόμου αδειάσω | θά 'ρθω εκεί να ολημεριάσω (Solom)
  • ② be emptied, to empty (intr), be empty, be vacated:
    • άδειασε το βαρέλι, η μποτίλια |
    • αδειάζει το χωριό στους σεισμούς |
    • αδειάζει η εκκλησία, το θέατρο, το σπίτι |
    • τα σχολεία αδειάσαν |
    • οι δρόμοι άδειασαν όταν έπιασε η βροχή (syn ερήμωσαν) |
    • άδειασε η μπαταρία the battery is discharged, is dead |
    • θα φύγω κ' έτσι θ' αδειάση ο τόπος (Melas) |
    • περίμενε ν' αδειάση η διπλανή καμαρούλα κ' έλα (Xenop) |
    • εξ αιτίας (των φόρων) έχει αδειάσει το δημόσιο ταμείο (Vacalop) |
    • μόλις έπιαναν την πένα στο χέρι, θαρρείς και η ψυχή τους άδειαζε ολότελα (Delmouzos) |
    • έδρα βουλευτική, που άδειασε τον τελευταίο καιρό της περιόδου, δεν συμπληρώνεται με αναπληρωματική εκλογή (Christidis EΣ) |
    • το γενετήσιο ένστικτο ικανοποιείται, αλλά οι ψυχές αδειάζουν (Panagiotop) |
    • poem γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ' οι πλατείες; (Kavafis) why have the streets and the squares become empty so early? |
    • θ' αδειάση η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά και νότο (Seferis) |
    • όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή (Elytis) |
    • άδειασαν οι ουρανοί (Decavalles)
  • ⓐ w. prep complem:
    • η πλατεία άδειασε από τον κόσμο |
    • άδειασε η ψυχή μου από αισθήματα |
    • ορισμένα πλαίσια αιωνόβια άδειασαν έξαφνα από το περιεχόμενό τους (Theotokas) |
    • αδειάζει από ουσία το κείμενο και το αντικαθιστά το εξωτερικό της περίβλημα (Tsatsos) |
    • οι λέξεις έχουν αδειάσει από κάθε νόημα (Kakridis) |
    • το κεφάλι μου έχει αδειάσει από κάθε προηγούμενη παράσταση (Karantonis) |
    • poem θ' αδειάσουν τα μάτια σου απ' το φως της μέρας (Seferis)
  • Ⓑ Tr
  • ③ empty, pour out, pump (syn κενώνω, ant γεμίζω):
    • άδειασα τα μπουκάλια, τα ποτήρια |
    • ~ τη στάμνα στο πιθάρι I decant the liquid fr the pitcher into the jar |
    • ~ δεξαμενές empty tanks |
    • ~ πηγάδι pump a well dry |
    • ~ τα κάρβουνα στην αποθήκη |
    • της το αδειάζει σε άλλο δοχείο (Papatsonis) |
    • τη νύχτα... οι υπερασπιστές την αδειάζουν (την τάφρο) (Vacalop) |
    • ένα αμάξι μάς άδειασε στην πόρτα της κυρίας (Melas) a carriage discharged us at the lady's door |
    • άδειασαν τις βόμβες τους αραδιαστά (Myriv) |
    • καμιά φορά του αδειάζανε το δίκανο (Prevelakis) |
    • poem σα με λόγους φλογισμένους | της αδειάζω χέρι χέρι | τους πρεπούμενους επαίνους | για του φίλου μου το ταίρι (Markoras) |
    • άδειασ' η Aρτέμιδα όλα της τα βέλη (Sikel) Artemis shot all her arrows |
    • θ' αδειάζη στην κερήθρα το μέλι (Xydis)
  • ⓑ evacuate, clear out, leave (empty):
    • οι νοικάρηδες μας άδειασαν το σπίτι |
    • idiom phr άδειασέ (άδειαζέ) μας τη γωνιά! get out of here, be off (to an undesirable or annoying person) (syn φεύγα or φύγε αποδώ, ξεφορτώσου μας, [insulting] ξεκουμπίσου) |
    • δε μας αδειάζεις τη γωνία; |
    • μας άδειασε τη γωνιά |
    • μου παραγγέλνουν ν' αδειάσω το χωριόν, ότι θα μπούνε αυτείνοι (Makryg) |
    • φεύγοντας παράγγειλε στις γυναίκες ν' αδειάσουνε τον τόπο (Nirvanas) |
    • αδειάζουν την Kοριτσά (Terzakis)
  • ④ naut ~ τα νερά bale out (kath απαντλώ)
  • ⑤ discharge, of guns:
    • ~ το περίστροφο I discharge the revolver |
    • άδειασα το τουφέκι μου (στον αέρα) I discharged my gun (into the air) |
    • poem τον ειδαν οι θεόργιστοι και τ' άρματά τους όλοι με βία μεγάλη αδειάσανε (Markoras)

[fr LMG αδειάζω, der of άδεια or άδειος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες