Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδασμολόγητος
1 εγγραφή
αδασμολόγητος, -η, -ο [a∂azmolóyitos]
  • not subject to duty, duty free, untaxed (syn αφορολόγητος, ατελής):
    • αδασμολόγητες αποσκευές duty free luggage |
    • αδασμολόγητα είδη |
    • οι πρώτες ύλες του χάρτου εισάγονται αδασμολόγητες

[fr MG αδασμολόγητος, cpd w. *δασμολογητός: δασμολογώ 'exact tribute']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες