Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αδασμολόγητος, -η, -ο [a∂azmolóyitos]
- not subject to duty, duty free, untaxed (syn αφορολόγητος, ατελής):
- αδασμολόγητες αποσκευές duty free luggage |
- αδασμολόγητα είδη |
- οι πρώτες ύλες του χάρτου εισάγονται αδασμολόγητες
[fr MG αδασμολόγητος, cpd w. *δασμολογητός: δασμολογώ 'exact tribute']
- not subject to duty, duty free, untaxed (syn αφορολόγητος, ατελής):



