Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αδέλφωση
1 item total
αδέλφωση [a∂élfosi] η, (L)
  • ① fraternization (syn σύναψη στενής φιλίας, αδέλφωμα, συμφιλίωση, φίλιωμα):
    • ψυχική ~ |
    • αναχαιτίζεται η ~ των λαών (Tsatsos) |
    • να πιουν από το ίδιο ποτήρι... εσυμβόλιζε φιλική κοινωνία και ~ (DLoucatos)
  • ② fig bringing into harmony, harmonizing:
    • στην Aλεξάνδρεια... επέπρωτο... να συντελεσθή η ~ του νεαρού τότε χριστιανισμού με τον αιωνόβιο ελληνισμό (Theodorakop) |
    • ενέργεια σημαίνει εδώ την πραγματοποίηση της μορφής, την αδέλφωσή της με μια συγκεκριμένη ύλη (id.) |
    • η ~ του φυσικού και του ηθικού μέσα στο ωραίο της τέχνης ήταν μια φιλοσοφική ιδέα πολύ γόνιμη (Papanoutsos)

[fr αδέλφωσις, der of αδελφώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go