Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγχιστεία
1 εγγραφή
αγχιστεία [aŋ istía] η, (L)
  • relationship by marriage, affinity (syn συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό):
    • συγγένεια εξ αγχιστείας affinity (Lat affinitas) |
    • συγγενής εξ αγχιστείας, e.g. είναι συγγενείς εξ αγχιστείας they are connected by marriage |
    • ευθεία γραμμή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας (Christidis)

[fr AG ἀγχιστεία 'close (blood) kinship', der of ἀγχιστεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες