Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριοραδίκι
1 εγγραφή
αγριοραδίκι [aγriora∂íci] το, (& αγριοράδικο) bot
  • ① chicory, Cichorium intybus, (syn κιχώρι, πικραλίδα, πικροράδικο) growing wild, and any of several wild vegetables resembling it, as
  • ② any large and bulky and downy cichorium
  • ③ the hawkbit Thrincia tuberosa or Leontodon tuberosum (syn ραδίκι)
  • ④ dandelion, Taraxacum officinale (syn in αγριομάρουλο 2b)

[cpd w. ραδίκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες