Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριομούλαρο
1 εγγραφή
αγριομούλαρο [aγriomúlaro] το,
  • hard to bridle, defiant mule
  • ⓐ fig rudely stubborn person (cpd w. μουλάρι
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες