Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριοθύμαρο
1 εγγραφή
αγριοθύμαρο [aγriοθímaro] το, bot
  • bushy plant similar to garden thyme but coarser, fruitless and nonfragrant:
    • poem από σπάρτα ευωδιαστές κι απ' αγριοθύμαρα | θα φυσήξουν οι βουνήσιες οι πνοές (Palam).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες