Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγριεύω [aγriévo] impf αγρίευα (& άγριευα[áγryea]), aor αγρίεψα (& άγριεψα), mi αγριεύομαι, αγριεύτηκα, ppp αγριεμένος
- Ⓐ trans
- ① arouse, irritate, infuriate, drive (s.o.) wild (mad) (syn εξαγριώνω, ερεθίζω, θυμώνω):
- μην αγριεύης το σκυλί don't drive the dog wild |
- η ιδέα πως έβαζε τον εαυτό της ίσια με την αρρεβωνιαστικιά μου με αγρίεψε (KChatzop) |
- μας φρουρούσε ένα πρόσωπο σαν θεριό, που μ' αγρίεψε (Theotokas)
- ② inspire fear, scare, frighten (syn τρομάζω, φοβίζω, L εκφοβίζω):
- το σκοτάδι αγριεύει τον άνθρωπο darkness frightens people |
- ο πόλεμος αγριεύει τον άνθρωπο |
- ο πόνος με είχε αγριέψει |
- το αγρίεψες το κορίτσι με τις φωνές σου |
- ο δάσκαλος το αγρίεψε το παιδί και δε θέλει να πάη στο σχολείο |
- idiom phr αγριεύει τα μάτια he makes such a grimace w. his eyes as to scare people |
- η βαριά αυτή μουγγαμάρα τον αγρίεψε σαν προμήνυμα συμφοράς (Theotokas) |
- poem... βαρούν ζουρνάδες και νταούλια, | που του Aρναούτ κρατούν ανάστατο | το μαχαλά κι αγριεύουν την ψυχή μου (Skipis)
- ③ shoem render a surface coarse, roughen:
- ~ το δέρμα render the leather downy |
- build. ~ το μπετόν, για να πιάση η λάσπη
- Ⓑ intr
- ④ become wild, grow savage:
- το λιοντάρι, ο ταύρος, το πουλάρι αγρίεψε |
- η γάτα αγριεύει από τη μοναξιά |
- το χωράφι αγρίεψε και θέριεψε |
- τα δέντρα αγρίεψαν |
- πέρα απεκεί το τοπίο αγριεύει (Theotokas)
- ⑤ become angry, get infuriated, wax wroth, fly into a rage, fume (syn εξαγριώνομαι, ερεθίζομαι, εξάπτομαι, μαίνομαι L, θυμώνω, οργίζομαι, παραφέρομαι L, γίνομαι βαπόρι or μπαρούτι):
- μην αγριεύης! don't get angry! |
- αγριεύει και ύστερα ημερεύει |
- η γυναίκα αγρίεψε |
- αγριεύει με το παραμικρό he gets angry at the slightest matter |
- η όψη του (το βλέμμα, η ματιά του) αγρίεψε |
- αγρίεψαν τα μάτια του |
- αγρίεψε εναντίον μου he flew at me |
- idiom phr Ùου αγρίεψα και τα χρειάστηκε I flew into a rage and he was scared |
- αγριεύεις πότε πότε, για να επιβληθής (Chrysanthis) |
- πόσο στις ξένες προσταγές αγρίευε (ο στρατηγός) (Vlachogiannis) |
- και της ( (sc της παράδοσης) και τη στενοχωρώ (Palam) |
- poem αφού μας ψάλλει τόσα ο Eυριπίδης, | ν' αγριεύετε μαζί του (Stavrou Ar)
- ⓐ mi αγριεύομαι, ppp αγριεμένος folkt σαν τους είδε (sc τους ποντικούς) η γάτα, ταράχτηκε το αίμα της κι αγριεύτηκε (Megas)
- ⑥ become frightened, get scared (syn τρομάζω, φοβάμαι):
- αγριεύει κανείς στο σκοτάδι της νύχτας |
- έσκιαξες το παιδί κι αγρίεψε
- ⓑ mi διάλεξε ένα... θέμα σοβαρό, που έβλεπες τον τίτλο κι αγριεύουσαν (Psicharis):
- αν ακόμα μέσα σου δεν ωρίμασε ο γλυκός καρπός του θανάτου, αγριεύεσαι... δε δέχεσαι να στερηθής από τώρα το φως (Kazantz) |
- αγριεύτηκε, αισθανότανε τρομερά μόνος μες στη νύχτα (Theotokas) |
- poem σύγκρυο σε πιάνει, αγριεύεσαι (Melachrinos)
- ⑦ intensify, become acute (syn L εντείνομαι):
- ο πόλεμος αγρίευε |
- η λογοκρισία αγρίεψε (Terzakis) |
- τα... κανόνια και πολυβόλα αγρίεψαν (id.) |
- ακούστηκαν ν' αγριεύουν εκεί μέσα οι μηχανές τους, να μουγκρίζουν (id.) |
- όσο τραβούσε σε μάκρος η δυσάρεστη αυτή σκηνή, τόσο κι αγρίευε (Kastanakis)
- ⓒ alsofig worsen, esp of weather conditions (syn χειροτερεύω):
- ο καιρός όσο πάει και αγριεύει the weather is becoming worse all the time |
- αγρίεψε ο αέρας, η θάλασσα |
- ξεχείλισε η καρδιά μας από νέες αγωνίες... το μυστήριο αγρίεψε (Kazantz) |
- τα πράγματα αγρίεψαν πάλι και η θέση του ήτανε δύσκολη (Theotokas) |
- η αμαρτία άγριευε τ' Aλέξαντρου (Plaskovitis) |
- poem και χειρότερα αγριεύει και φουσκώνει ο ποταμός (Solom) |
- άξιον εστί το κύμα που αγριεύει | και σηκώνεται πέντε οργιές απάνω (Elytis)
[fr MG αγριεύω, der of άγριος]