Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγριαχλαδιά [aγriaxla∂já] η, s. αγριαπιδιά 1
- :
- μου φέρνανε ρόιδια και γκόρτσα από τις αγριαχλαδιές (Kovvatzis)
[fr αγριαχλαδέα, cpd of αγρία αχλαδέα; -έα is dial and was prob MG]