Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αγουρογερασμένος, -η, -ο [aγuroyerasménos]
- prematurely aged:
- Eίναι ~ από τα βάσανα
[ppp of αγουρογερνώ]
- prematurely aged:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[ppp of αγουρογερνώ]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |