Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγορίστικος
1 εγγραφή
αγορίστικος, -η, -ο [aγorístikos]
  • pertaining or relating to a boy, boylike, boyish, tomboyish (syn αγορήσιος):
    • αγορίστικο όνομα boy's name |
    • αγορίστικο καπέλο, αγορίστικα ρούχα, παπούτσια |
    • αγορίστικη εμφάνιση boy's appearance |
    • αγορίστικα φερσίματα |
    • αγορίστικα παιγνίδια |
    • αγορίστικοι τρόποι boyish or mannish, hoydenish manners, αγορίστικη συμπεριφορά |
    • αυτό το κορίτσι έχει αγορίστικη μιλιά |
    • μια φωνή... βαθιά σαν αγορίστικη (Xenop) |
    • (η Tάγια) εμεγάλωνε με καμώματα αγορίστικα (Karkavitsas) |
    • η έκφραση του προσώπου... κάπως αγορίστικη (Louros) |
    • τα μικρά άγουρα κορίτσια με το αγορίστικο άνηβο κορμί (MKaragatsis)

[der of αγόρι w. suff -ίστικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες