Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αγνώμων
1 item total
αγνώμων, -ων, -ον [aγnómon] (L) (& D αγνώμονας, -η)
  • ungrateful, unappreciative, unthankful (syn αχάριστος, ant ευγνώμων):
    • ~ προς τον πατέρα του |
    • η αγνώμονη πολιτεία |
    • θα 'ριχνα την πέτρα του αναθέματος στον αγνώμονα τούτο και απρεπή τόπο του φανατισμένου... παραλογισμού (Papatsonis)

[fr K, AG ἀγνώμων]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go