Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγνόηση [aγnóisi] η,
- not knowing, ignoring, ignorance:
- η ~ της καταστάσεως δεν είναι καλό |
- ολοκληρωτική θεωρήθηκε η "ορθή πολιτεία" με ~ της ειδικής σημασίας (Despotop) |
- ~ της απειροδυναμίας... του ηθικού προβλήματος (id.)
[fr K ἀγνόησις 'ignorance']
- not knowing, ignoring, ignorance: