Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγνόηση
1 εγγραφή
αγνόηση [aγnóisi] η,
  • not knowing, ignoring, ignorance:
    • η ~ της καταστάσεως δεν είναι καλό |
    • ολοκληρωτική θεωρήθηκε η "ορθή πολιτεία" με ~ της ειδικής σημασίας (Despotop) |
    • ~ της απειροδυναμίας... του ηθικού προβλήματος (id.)

[fr K ἀγνόησις 'ignorance']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες