Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκουσεύω
1 εγγραφή
αγκουσεύω [aŋgusévo] mediop αγκουσεύομαι, ppp αγκουσεμένος region.
  • ① have difficulty in breathing, have asthma on account of ailment, overeating, excessive heat etc (syn δυσκολοανασαίνω, έχω αγκούσα):
    • αγκουσεύτηκε από το πολύ φαγοπότι
  • ② fig be emotionally distressed, in anguish (syn L δυσφορώ, στενοχωριέμαι):
    • αγκουσεύτηκα για το παιδί μου που ήταν άρρωστο |
    • την έκαμες ν' αγκουσευτή |
    • δε στέκει τώρα ν' αγκουσευώμαστε πώς θα γλυτώσουμε (Vlami)
  • ③ act distress, bother:
    • τον αγκούσεψες μ' αυτά που του 'πες |
    • poem σα μιας γελάδας, | που αγκουσεύει το περίσσιο γάλα, | το πονετικό μουκανητό (Sikel)
  • ④ be lacking, leave:
    • εκεί που σκαρφάλωνα ένα βουνό ένοιωσα τη δύναμή μου να αγκουσεύη (Kazantz) |
    • σαν αξόδευτα ταυρόπουλα ήμασταν που αναστενάζουν γιατί τους αγκουσεύει η δύναμη (id.)

[der of αγκούσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες