Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγκαλιάζω [aŋgaljázo] aor αγκάλιασα, mi αγκαλιάζομαι, aor αγκαλιάστηκα, ppp αγκαλιασμένος
- ① take into or clasp in one's arms, embrace, hug (syn παίρνω or σφίγγω στην αγκαλιά μου):
- αγκάλιασε το παιδί της, τον αδερφό της |
- τους αγκαλιάστηκε και τους φίλησε |
- περπατούσαν αγκαλιασμένοι |
- (τους κορμούς) τους αγκάλιαζαν από παντού οι κισσοί (Myriv) |
- ένα δέντρο που δε θα μπορούσαν να το αγκαλιάσουν δέκα άντρες (Sfakianakis) |
- folks. (lullaby) έλα, ύπν', αγκάλιασέ το | και γλυκ' αποκοίμισέ το |
- poem τι τα ευωδή αγκαλιάζετε | προσκέφαλα του γάμου;(Kalvos) |
- σας ορκίζω, αγκαλιασθήτε | σαν αδέλφια γκαρδιακά (Solom) |
- ... κι όλη την Eλλάδα | θ' αγκαλιαστώ μες στ' όνειρο το λάβρο (Sikel) |
- και τίποτε δεν είδες στη λαχτάρα σου, | στη λάβρα που σ' αγκάλιασε μεμιάς (Malakasis)
- ⓐ fig align oneself w. s.o., mind, support (syn τάσσομαι με το μέρος κάποιου, νοιάζομαι, υποστηρίζω):
- αγκάλιασε τη μεσαία τάξη, αγκάλιασε τον κλήρο |
- αγκάλιασε τους εχθρούς μας |
- ο καλός πολιτικός πρέπει ν' αγκαλιάζη με την αγάπη του... όλα τα επαγγέλματα (Prevelakis)
- ⓑ encircle (syn περιβάλλω):
- το αριστερό της αγκάλιαζε τη λίμνη (Terzakis) |
- build. το μάρμαρο θα αγκαλιάση το μπόι
- ② gather into sheaves, bundles (of wood, grass etc) region.:
- ~ τα χερόβολα |
- | pass αγκαλιάζομαι, ppp αγκαλιασμένος be gathered into sheaves |
- ο σανός εύκολα αγκαλιάζεται
- ③ extend to, comprise, cover (syn συμπεριλαμβάνω, καλύπτω):
- το πρωτοπορειακό πνεύμα αγκάλιασε και το θέατρο |
- η ιδέα του αγκαλιάζει πολλούς λαούς |
- η περίοδος που εξετάζω αγκαλιάζει και τα χρόνια του Aγώνα (του 1821) |
- μία εφημερίδα δεν αγκαλιάζει τη χώρα ολόκληρη |
- το πλατύ έργο του αγκάλιασε κάθε μουσική μορφή |
- η ανθρώπινη γνώση... αγκαλιάζει πάντα ένα τμήμα του όντος (Papanoutsos) |
- poem έχω δουλειά καλοβαλμένη που αγκαλιάζει | Aνατολή και Δύση κλ (Rotas)
- ④ usu w. μια ματιά or με το μάτι, survey:
- ~ την περιοχή με το μάτι μου I survey the area |
- ο... Πόε... με τα μεγάλα του οράματα που αγκαλιάζουν γη και ουρανό (Papatsonis) |
- ο Παλαμάς αγκαλιάζει όλη την κλίμακα του ελληνικού θέματος (Tsatsos)
- ⑤ adopt, accept (syn L αποδέχομαι, L ενστερνίζομαι):
- αγκαλιάζει ένα ιδανικό |
- παράτησε την έρευνα κι αγκάλιασε την πολιτική |
- (το κοινό) με τόση στοργή κ' ενθουσιασμό αγκάλιασε το νέο θεατρικό έργο (Katrakis) |
- ο εκπαιδευτικός κόσμος... αγκάλιασε τη μεταρρύθμιση με στοργή (Papanoutsos) |
- η γλωσσική συνείδηση έχει αγκαλιάσει και υιοθετήσει περισσότερα ίσως στοιχεία της καθαρεύουσας από ό,τι φανταζόμαστε (Tsatsos) |
- οι ποιητές και οι λόγιοι αγκάλιασαν τη ζωντανή γλώσσα του λαού
[fr MG αγκαλιάζω, der of MG αγκάλη or *αγκαλέα]
- ① take into or clasp in one's arms, embrace, hug (syn παίρνω or σφίγγω στην αγκαλιά μου):