Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αγκαλά
1 item total
αγκαλά [aŋgalá] conj obsolesc, region. & dial
  • not withstanding, although, albeit (syn αν και, καίτοι, μολονότι):
    • έλα να σου δείξω την εικόνα, ~ συ την ξέρεις |
    • δεν λέγω να γράφουμε καθαυτό ελληνικά, ~ έπρεπε να κάνουμε χίλιες ευχές για να ξαναζήσουν εκείνα τα λόγια (Solom) |
    • ο γέρος συλλογίστηκε... |
    • ~, τι σου χρειάζουνται τώρα τα τραγούδια; (Xenop) |
    • οι παλιοφροντίδες... ορμούσαν καταπάνω του, ~ δε μπορείς να πης κιόλα πως τον ακαρτέραγαν (Psichari) |
    • το κύμα ξέρναγε αφρούς, ~ ξελιγωμένο πια κι αποκαμωμένο |
    • poem συ τες δύναμές σου σπρώχνεις | και, ~ δεν είν' πολλές, | πολεμώντας άλλα διώχνεις... (Solom) |
    • είναι ωραίο το πρόσωπό σου, ~ μελαχρινό (Markoras)
  • ⓐ emphat ~ και:
    • ξαφνίστηκα που τ' άκουσα, ~ και το 'ξερα πως θα γίνη |
    • το βλέμμα του ήτουν... ήμερο, ~ κι αντίφεγγε με πράσινες αναλαμπές (Theotokis) |
    • ήταν μάλιστα κάτι πολύ μεταδοτικό, ~ και τόσο συγκρατημένο (Theotokas) |
    • για τούτο έχουμε μιαν, ~ και καθυστερημένη, αναμφισβήτητη μαρτυρία (Dimaras) |
    • πέτρα ήταν η γη που όργωνε· ~ και πού την έχει την ψαχνάδα το... χώμα μας; (Lountemis) |
    • poem (τα προβατάκια) και ~ και κανένα επεριπάτει, έλεγες ότι σφάλλει η φαντασία (Solom) |
    • πάντα περίχαρη, ~ και κάθε τόσο αλλάζει (Markoras)

[fr late MG αγκαλά ← syntagma αν καλά: cf άμποτε, ανίσως, dial (Otranto) anara fr αν άρα etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go