Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγιοποιώ [ayiopió]
- ① eccl of the official church, canonize, declare a pious person a saint posthumously:
- κομμένη η σελίδα του Mεγάλου Kωνσταντίνου που σκοτώνει το γιο του και αγιοποιείται (Palaiologos) |
- η φιλανθρωπία δεν αγιοποιεί
- ② depict s.o. or sth as holy and saintly (syn εξαγιάζω):
- την έχει αγιοποιήσει τη γυναίκα του.
- ① eccl of the official church, canonize, declare a pious person a saint posthumously: