Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγιάζω [ayázo] άγιασα, rare impf αγίαζα, aor αγίασα), αγιάστηκ(α)ε, ppp αγιασμένος
- ① trans render holy, sanctify, bless:
- τον αγιάσαν οι πράξεις του |
- gnom phr ο σκοπός αγιάζει τα μέσα the end justifies the means |
- ωστόσο και τα μέσα κάποτε αγιάζουν το σκοπό (KPolitis) |
- ο παπάς θ' άγιαζε τα νερά για την καλοριζικιά της επιχείρησης (Myriv) |
- και το τρισάγιό σου σ' αυτούς που πήγαν από βόλι έχει τη δύναμη ν' αγιάση τον αμαρτωλό (Vlachogiannis) |
- ο Θεός ν' αγιάση τα χεράκια σου που την ξέκανες (Nirvanas) |
- (η θρησκεία) και την εξανθρωπίζει (sc την ψυχή) και την αγιάζει (Tatakis) |
- ο πολιτισμένος άνθρωπος... αγίασε με παραστάσεις και σύμβολα λατρείας τη μόνιμη διαμονή (Papanoutsos) |
- ο γάμος αγιάστηκε και απ' αυτήν ακόμη την αυστηρή ηθική του χριστιανισμού (id.) |
- ο παπάς άγιασε τα κόλλυβα, άγιασε το νερό |
- των Φώτων θ' αγιαστούν τα νερά on Epiphany day the waters will be blessed |
- poem μην είδετε την ομορφιά που την Kοιλάδα αγιάζει (Solom) |
- είμαι το πάθος, η φωτιά που καίει κι όλα τ' αγιάζει (Palam) |
- άγιασε τα χώματα | μ' άγια μύρα (Agras) |
- η γέννησή σου το άγιασε το καθετί στη φάτνη (Skipis)
- ⓐ of the priest, bless by sprinkling w. holy water (αγιασμός) on Epiphany day (syn φωτίζω):
- ο παπάς άγιασε όλα τα δωμάτια του σπιτιού |
- αγιάζανε στα χωριά και στα μαντριά (Prevelakis)
- ② intr become holy, be sanctified (of things):
- ν' αγιάση η ψυχή της μανούλας σου! (blessing) |
- ν' αγιάση το χώμα του πατέρα σου! (id.) |
- άγιασαν τα νερά (at Epiphany) |
- ν' αγιάσουν τα πεθαμένα σου! (would that remission of sins be given to your dead relatives) |
- πάω στον Άγιο Tάφο ν' αγιάσω (to obtain remission of my sins) |
- αγκωνάρι του σπιτιού η νοικοκυρά, φιλούμε τα χέρια της που αγιάσανε στο μόχθο (Palaiologos)
- ⓑ become a saint (through virtuous living):
- άμα πεθάνη θ' αγιάση |
- prov phr θέλω ν' αγιάσω κ' οι διαόλοι δε μ' αφήνουν (life's tempations are too many for one to be virtuous) |
- ήσαν προσωπογραφίες ανθρώπων που έζησαν στη γη και αγίασαν (Michelis) |
- ο ψυχοπατέρας του είχεν αγιάσει ζωντανός (Prevelakis) |
- folks. δε θέλω γω παράδεισο, δε θέλω γω ν' αγιάσω |
- poem γίνεται ν' αγιάζη ο διάβολος ποτέ του; (Gryparis)
- ⓒ become skinny, emaciated and pale (like an ascetic saint) (syn αδυνατίζω πολύ, είμαι σαν άγιος):
- άγιασε ο γεράκος, έμεινε πετσί και κόκκαλο |
- θ' αγιάσης από την πολλή νηστεία
[fr MG ← K ἁγιάζω 'sanctify, hallow, consecrate']
- ① trans render holy, sanctify, bless: