Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγεννησία
1 εγγραφή
αγεννησιά [ayenisjá] η,
  • sterility (syn στειρότητα)

[fr K ἀγεννησία 'ingenerateness']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες