Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγενής, -ής, -ές [ayenís] (L)
- ① of humble ancestry, lowly:
- διαχωρίζουνε την ένδοξη απ' την αγενή και λαϊκή καταγωγή (Vrettakos) |
- εάν... έμεινες αδιάβροχος από το πνεύμα που εγκωμιάζεις, ~ και ανελεύθερος, πώς τολμάς να κάνης το δάσκαλο...; (Papanoutsos)
- ② discourteous, mannerless, impolite, ungentle, uncivil, uncouth, rude, inurbane:
- ~ άνθρωπος, δεν ξέρει (πώς) να φέρεται |
- ~ συμπεριφορά, αγενείς τρόποι impolite behavior, rude conduct |
- εφάνηκε αχάριστος και ~ |
- τα πλούσια δώρα γίνονται φτωχά, όταν αυτός που τα προσφέρει αποδειχθή ~ (Vrettakos) |
- τόσο οξύτερο... κρίνεται το μάτι του ιστορικού, όσο κατεβαίνει προς αγενέστερες περιοχές μέσα στον εσωτερικό βίο των ηρώων του (Dimaras)
- ⓐ unkind:
- ~ παρατήρηση unkind remark, brickbat
[fr K ← AG]
- ① of humble ancestry, lowly: