Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αγγελάκι
1 item total
αγγελάκι [aŋɟeláci] το,
  • ① little angel, as imagined or depicted in a picture (syn μικρός άγγελος, αγγελόπουλο, αγγελούδι 1, αγγελουδάκι):
    • η καμαρούλα εστοίχειωσε από Παναγίτσες, Xριστούληδες, αγγελάκια, φαντάσματα κι αυτά, μα που δεν τα φοβόμουν καθόλου (Xenop) |
    • τ' αγγελάκια... πετούσαν με χρυσά φτερά μπροστά από την πομπή (Melas) |
    • όποιος πεθαίνει, τον πηγαίνουν στην εκκλησία. Eκεί γίνεται ~ και πετά ψηλά (Myriv) |
    • την οροφή της σάλας, τη στολισμένη με τα ζωγραφιστά ποικίλματα, τα αγγελάκια στις τέσσερεις γωνίες κλ (PGlezos) |
    • τα λουλουδάκια, ο Mέγ' Aλέξανδρος και τ' αγγελάκια φέξανε σα να ήταν σε καθρέφτη ιστορημένα (SPanagiotop) |
    • poem αλλά να, του έδωσε, ένα ~, το φιλί αθάνατο | στο μαγουλάκι, | που έξαφνα έλαμψε | σαν την αυγή (Solom)
  • ② fig endear. of a beautiful baby, small child, or young girl, little angel (syn αγγελούδι 2):
    • έχουν ένα όμορφο ~ |
    • {στο σκάφος} μας υποδέχεται... μια σπαθάτη γαλαζοντυμένη αεροσυνοδός - αχ, αυτά τα αγγελάκια που μας συνοδεύουν προστατευτικά στα ουράνια ταξίδια μας (Karantonis)

[late MG αγγελάκι, der of άγγελος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go